ἐπιπρεσβευσαμένας

ἐπιπρεσβευσαμένας
ἐπιπρεσβευσαμένᾱς , ἐπιπρεσβεύομαι
go as ambassador
aor part mp fem acc pl
ἐπιπρεσβευσαμένᾱς , ἐπιπρεσβεύομαι
go as ambassador
aor part mp fem gen sg (doric aeolic)
ἐπιπρεσβευσαμένᾱς , ἐπιπρεσβεύομαι
go as ambassador
aor part mid fem acc pl
ἐπιπρεσβευσαμένᾱς , ἐπιπρεσβεύομαι
go as ambassador
aor part mid fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιπρεσβεύομαι — ἐπιπρεσβεύομαι (Α) [πρεσβεύομαι] 1. πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής, ως απεσταλμένος («τοσαύτας γάρ εἶναι γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.) 2. στέλνω πρεσβεία σε κάποιον («ὁ δῆμος οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.) 3. στέλνω νέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”